Tο έθιμο-δρώμενο ξεκινά το Σάββατο πριν την τελευταία Κυριακή του χρόνου μέσα στο Δωδεκαήμερο. Η ομάδα που θα το αναβιώσει επισκέπτεται το σπίτι του ντιβιτζή να τον προσκαλέσουν να συμμετάσχει στην ομάδα. Αυτός αρχικά προβάλλει διάφορες δικαιολογίες και αρνείται να συμμετάσχει, περιμένοντας να του προσφέρουν κάποιο κέρασμα ή δώρο. Αφού τον πείσουν να συμμετάσχει στην ομάδα, φορά τη φορεσιά του ντιβιτζή και ξεκινούν να επισκέπτονται τα ισόγεια σπίτια και καταστήματα.
Η ομάδα αποτελείται από τον ντιβιτζή, την καμήλα, τους μουσικούς, συνήθως ο γκαϊτατζής και ο φιουερτζής ή/και ο νταουλιέρης, καθώς επίσης ένας ή δύο Παππούκοι.
Ο Παππούκας είναι το πρόσωπο του εθίμου που συνοδεύει την ομάδα χορεύοντας και τραγουδώντας όταν αυτή πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι. Στο δρόμο η ομάδα τραγουδάει :
Μωρ’ Λένου, Λένου
Μωρ’ Λένου- Λένου καραγκιόζου
Μωρ’ που ησάν Λένου τώρα βδουμάδα
Τώρα βδουμάδα κι τρεις σου μέρις
Στου Μαναστήρι ζουνάρια υφαίνου μουρ μουκαντέινα μαρμαρουδήτμα Ν’ακούς μουρ Λένου τι λέει η γάιντα τι χουρατεύι
Η γάιντα λέει Τούρκουν αηγάπσις Τούρκουν θα πάρεις.
Σφάζομι μάναμ κόφτουμι μάναμ τα’ αρμάνια παίρνου Τούρκον δεν παίρνου
Σε κάθε σπίτι που πηγαίνουν ρωτάνε το νοικοκύρη αν θέλει να χορέψει η καμήλα. Αφού ο νοικοκύρης απαντήσει θετικά, ο ντιβιτζής φιλά το χέρι του νοικοκύρη και η καμήλα ξεκινά να χορεύει , κάνοντας διάφορες ιδιαίτερες κινήσεις, ενώ ταυτόχρονα η ομάδα τραγουδά γιορτινά τραγούδια, παινεύοντας τους νοικοκυραίους και η τελετουργία ολοκληρώνεται με το συμβολικό θάνατο και την ανάσταση της Καμήλας. Ο ντιβιτζής στη διάρκεια του τραγουδιού, χτυπάει το τοπούζι φωνάζοντας. Αμέσως η καμήλα αρχίζει να κουνιέται και να χορεύει ακλουθώντας το ρυθμό της μουσικής. Οι νοικοκυραίοι αφού ακούσουν τα τραγούδια και τα παινέματα, κερνάνε κρασί και μεζέδες σ’ όλους τους συμμετέχοντες και συνηθίζουν να δίνουν φιλοδωρήματα. Κάποιες φορές η καμήλα, για να αναγκάσει το νοικοκύρη, να δώσει πιο σύντομα το κέρασμα, όταν αυτός δεν το βγάζει αμέσως, πέφτει κάτω κάνοντας την άρρωστη και σηκώνεται μόλις βγει το κέρασμα. Μετά το φιλοδώρημα της καμήλας, ακολουθούν ευχές από την ομάδα και ένα ξόρκι τουρκικής προέλευσης, για καλή σοδειά και γονιμότητα με την ακόλουθη πρόταση:
«σικινίνταμπιρικέτ σικινίντακουβέτ», που σημαίνει «καλή δύναμη και σοδειά στο φαλλό μας».
Την τελευταία Κυριακή του χρόνου (παλιά ανήμερα της πρωτοχρονιάς) αμέσως μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας στην εκκλησία, οι ντιβιτζήδες, οι καμήλες και οι μουσικοί κατευθύνονται στην πλατεία και ξεκινούν να τραγουδούν, καλώντας με αυτό τον τρόπο τον κόσμο να συμμετέχει στο μεγάλο χορό που ακολουθεί. Η καμήλα και ο ντιβιτζής είναι οι πρώτοι που ανοίγουν το χορό. Πολλές φορές συμμετέχουν περισσότεροι από μία καμήλα και ένα ντιβιτζή. Η πρώτη μελωδία που ακούγεται είναι ο σκοπός του «ντιβιτζίδικου» χορού που χορεύεται ελεύθερα με βήματα «επί τόπου». Η καμήλα χορεύει πότε ξέφρενα και πότε με το ρυθμό της μελωδίας. Ο ντιβιτζής στη διάρκεια του χορού χτυπά τη γη με το τοπούζ(ι) προσπαθώντας να την «ξυπνήσει», από το χειμωνιάτικο λήθαργο. Αν συμμετέχουν περισσότεροι από μια καμήλα και ένα ντιβιτζή τότε οι ντιβιζτήδες προσποιούνται, ότι μαλώνουν, για τον τόπο που θα καταλάβει η καμήλα τους. Η καμήλα μετά από τον ξέφρενο χορό, κάποια στιγμή προσποιείται την άρρωστη, πέφτει κάτω και ι «πεθαίνει». Ο ντιβιτζής με φωνές και δυνατά χτυπήματα στη γή με το τοπούζ(ι) «απαιτεί να αναστηθεί» και να συνεχίσει να χορεύει. Μετά από λίγα λεπτά και αφού έχουν προηγηθεί οι φωνές και τα χτυπήματα στη γη από τον ντιβιτζή, η καμήλα αρχίζει να σηκώνεται σιγά-σιγά και στο τέλος αρχίζει να χορεύει ξέφρενα.
Σε κάποια στιγμή η μουσική θα γυρίσει σε κατσιβέλικο ρυθμό και θα χορέψουν πιο έντονα οι Παππούκοι. Μετά από λίγο η ομάδα αρχίζει να απομακρύνεται από το χώρο που αρχίζει να καταλαμβάνεται από τον κόσμο που έχει συγκεντρωθεί και ξεκινά o χορός σε ένα μεγάλο ενιαίο κύκλο, σύμφωνα με την παράδοση των παππούδων τους, με την συμμετοχή όλων των παρευρισκόμενων. Οι χοροί που χορεύονται είναι ως επί το πλείστων ζωναράδικοι και συγκαθιστοί. Το γλέντι κρατά πολλές φορές μέχρι νωρίς το βράδυ.
Χώρος και εξοπλισμός που συνδέονται με την αναβίωση του δρώμενου
Το δρώμενο αναβιώνει στην περιοχή Φιλιππούπολης Λάρισας (πλατεία Ανατολικής Ρωμυλίας). Ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται είναι η κατασκευή της Καμήλας και οι φορεσιές του Ντιβιτζή και Παππούκων.
ΚΑΜΗΛΑ
Η καμήλα είναι μια κατασκευή που ως βάση έχει ξύλινο πλαίσιο σε σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου, του οποίου οι πλάγιες πλευρές είναι μεγαλύτερες. Πάνω στην ξύλινη βάση και κατά μήκος, τοποθετούνται βέργες σε καμπύλη. Οι βέργες είναι από μουριά που κυρτώνονταν με τη χρήση φωτιάς. Η καμήλα είναι σκεπασμένη με λινάτσα και πάνω της τοποθετείται το «τσόλι» (μάλλινη υφαντή πολύχρωμη κουρελού). Για λαιμό και κεφάλι της Καμήλας χρησιμοποιείται ένα χοντρό ξύλο που ονομάζεται πατσάς ή καφάς και τελειώνει σε καμπύλη, πάνω στο οποίο τυλίγεται η προβιά. Το σαγόνι της κατασκευής αποτελείται από δύο μέρη και είναι προσαρμοσμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανοιγοκλείνει μηχανικά με ευκολία, με τη χρήση ενός σχοινιού από τον καμιλτζή. Στα κομμάτια του σαγονιού εσωτερικά, τοποθετούνται καρφιά με πλατύ κεφάλι, ώστε με το κλείσιμο του σαγονιού, να δημιουργείται θόρυβος Στο πίσω μέρος της κατασκευής υπάρχει η ουρά, η οποία κατασκευάζεται με μια λωρίδα από προβιά ή από φούντες από μάλλινη χονδρή κλωστή. Στο ξύλινο πλαίσιο της βάσης της κατασκευής, τοποθετούνται κουδούνια σε κάθε γωνιά . Ο θόρυβος των κουδουνιών καθώς η καμήλα κινείται ή χορεύει, θεωρείται, ότι συντελεί στο ξύπνημα της φύσης, από την χειμωνιάτικη νάρκη. Η επιλογή της Καμήλας ως ζώο, συμβολίζει την αφθονία και τον πλούτο που ερχόταν στη περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας και γενικότερα στη Θράκη από την Ανατολή με καμήλες. Την κατασκευή της καμήλας την σηκώνει ένας ή δύο καμιλτζήδες (ανάλογα του μεγέθους της), των οποίων τα σώματα κρύβονται από την κατασκευή και φαίνονται μόνο τα πόδια.
Η ΑΜΦΙΕΣΗ ΤΟΥ ΝΤΙΒΙΤΖΗ
Η φορεσιά του Ντιβιτζή αποτελείται από προβιά συνήθως αρνιού ή κατσικιού που καλύπτει το σώμα, από τους ώμους έως τα πόδια. Στο κεφάλι φοριέται το καούκι που είναι ταυτόχρονα, μάσκα και κάλυμμα κεφαλής. Το καούκι είναι φτιαγμένο από κιτσέ (αρνίσιο μαλλί το οποίο τοποθετείται σε ζεματιστό νερό για να κολλήσουν οι ίνες μεταξύ τους), στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον εξορκισμό των πνευμάτων) και πολύχρωμες κορδέλες και φούντες. Στη θέση των δοντιών ράβονται σπόροι λευκών φασουλιών που έχουν τρυπηθεί. Στο καούκι τοποθετούνται αρμαθιές «σκασμένου» καλαμποκιού, που είναι σύμβολο γονιμότητας. Στη μέση και στα πόδια ο Ντιβιτζής φέρει μικρά κουδούνια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύει ή τσακώνεται με τους άλλους Ντιβιτζίδες όταν είναι περισσότεροι από ένας. Στα χέρια κρατεί το τοπούζ(ι) (ρόπαλο που το χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στα ταξίδια τους οι καμηλιέρηδες, το οποίο είναι ξύλινο και φαλόμορφο) με το οποίο χτυπά το έδαφος, θέλοντας να προκαλέσει τη γονιμότητα της γης, ξυπνώντας την, από το χειμωνιάτικο λήθαργο.
Η ΑΜΦΙΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥΚΟΥ
Η φορεσιά των Παππούκων είναι κατασκευασμένη συνήθως από λινάτσα ή από παλιά ρούχα. Στο πρόσωπο ο Παππούκος φοράει μια δερμάτινη μάσκα με γένια και κέρατα. Στη μέση φοράει ζώνη στην οποία είναι κρεμασμένα μικρά κουδούνια. Στο χέρι κρατά μία βέργα στην οποία είναι τυλιγμένος κισσός. Ο Παππούκας συνοδεύει την ομάδα χορεύοντας και τραγουδώντας όταν αυτή πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, αλλά και στο χώρο της πλατείας την επόμενη μέρα.